- φέροπλος
- -ον, Ααυτός που έχει όπλα, οπλισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ῥίψ-οπλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φέροπλος — bearing arms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερόπλοιο — φέροπλος bearing arms masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερόπλῳ — φέροπλος bearing arms masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek